Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

17/8/1944-17/8/2012 : 68 XΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΛΟΚΟ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ-ΑΦΙΕΡΩΜΑ


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: http://e-oikodomos.blogspot.com Αφιέρωμα στο μπλόκο της μαρτυρομάνας Κοκκινιάς, με αφορμή την 68η επέτειο μνήμης και τιμής, μέσα από την αφήγηση του αγωνιστή Στρ. Ευστρατιάδη που το έζησε. Α΄μέρος. «Λίγες ώρες προτού ξημερώσει η 17η Αυγούστου 1944, πολλά γερμανικά αυτοκίνητα κατάφορτα Γερμανούς στρατιώτες και πλούσιο πολεμικό υλικό, περικυκλώσανε τη Νίκαια στα σημεία εξόδου της για Πειραιά, Κερατσίνι, Άνω Κορυδαλλό, Γ’ Νεκροταφείο. Μαζί με τους Γερμανούς είχαν έρθει κι εκατοντάδες τσολιαδοντυμένοι ταγματασφαλίτες και χωροφύλακες –συνεργάτες του στυγνού καταχτητή- για να λάβουν μέρος στην εγκληματική επιχείρηση. Το γενικό πρόσταγμα σε αυτό το ανθρωποκτόνο και αδελφοκτόνο έργο είχαν δυο πρώην Έλληνες αξιωματικοί. Ο συνταγματάρχης Ι. Μπλυτζανόπουλος και ο ταγματάρχης Γ. Σγούρος. Βρέθηκα στο χώρο του μπλόκου από νωρίς. Το σπίτι μου ήταν πολύ κοντά στην πλατεία Οσίας Ξένης, όταν τα χαράματα άκουσα τα χωνιά των συνεργατών του κατακτητή να ουρλιάζουν έξω, σκορπίζοντας την τρομερή απειλή. «Όλοι οι άντρες από 14 μέχρι 60 χρονώ, να συγκεντρωθούν στην πλατεία της Οσίας Ξένης με τις αστυνομικές τους ταυτότητες στα χέρια μέσα σε πέντε λεπτά. Μετά τη λήξη της προθεσμίας, όσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα εκτελούνται επί τόπου». Ήταν επόμενο, η είδηση να με αναστατώσει. Αποχαιρέτισα τότε βιαστικά τους δικούς μου και βγήκα στο δρόμο, με κατεύθυνση την πλατεία. Όταν έφτασα κοντά στο φαρμακείο που βρίσκεται στη γωνία Κύπρου-Θείρων, με σταμάτησε ένας ταγματασφαλίτης κι αφού διαπίστωσε από την αστυνομική μου ταυτότητα την ηλικία μου, με οδήγησε στη θέση που έπρεπε να καθίσω. Τότε πρόσεξα ότι εκεί ήταν συγκεντρωμένοι αρκετοί άντρες που είχαν έρθει πριν από μένα και κάθονταν ανακούρκουδα ή γονατιστοί ο ένας δίπλα στον άλλο κατά πεντάδες, με διαφορά ηλικίας πέντε χρόνια η μια πεντάδα από την άλλη και με μέτωπο τα Κιλικιανά. Αν θυμάμαι καλά, στην πρώτη σειρά με τις πεντάδες που άρχιζε από τη γωνία Κύπρου-Θείρων, συγκεντρώνονταν τα νέα παιδιά από 15 ως 20 χρονώ, ακολουθούσανε σε παράλληλη γραμμή οι πεντάδες με τους άντρες από 21 ως 25 χρονώ, και οι παράλληλες γραμμές με τις πεντάδες φτάνανε μέχρι τους ηλικιωμένους, τους εξηντάρηδες και πάνω. Για να κυκλοφορούν ελεύθερα τα εκτελεστικά όργανα του μπλόκου (οι Γερμανοί, οι συνεργάτες τους και οι προδότες), υπήρχαν διάκενα ανάμεσα στις σειρές με τις πεντάδες. Κι ακόμα, για να κυκλοφορούν οι μάρτυρες της εθνικής αντίστασης που είχανε συλληφθεί από τα όργανα του κατακτητή. Είχα καθίσει ανακούρκουδα πάνω στο ζεστό αυγουστιάτικο χώμα της πλατείας, όπως κάθονταν άλλωστε και όσοι άντρες είχανε οδηγηθεί ως τότε εκεί και παρακολουθούσα γύρω την όλη κίνηση με σφιγμένα χείλη, ενώ οι πεντάδες όλο και πύκνωναν με την προσέλευση και άλλων ανδρών, που σκεφτικοί και σιωπηλοί προχωρούσανε να καταλάβουν τη θέση τους. Κάθε τόσο ακούγονταν γύρω πυροβολισμοί, κρότοι από αυτόματα όπλα, φωνές άγριες, σκληρές βρισιές. Σε τέσσερα επίκαιρα σημεία της πλατείας, οι Γερμανοί είχανε στήσει πολυβόλα με στόχο τον ανυπεράσπιστο κόσμο της πλατείας, έτοιμοι να «χτυπήσουν» με την παραμικρή αιτία. Και είναι αλήθεια ότι κάποια ώρα «χτύπησαν» άγρια, σ’ ένα σημείο της πλατείας. Στο μεταξύ, ο ήλιος έπεφτε από ψηλά όλο και πιο καυτερός, πύρωνε τα μούτρα και τ’ αυτιά, μάζευε τον ιδρώτα στα κορμιά. Και παρόλο που κουράζονταν τα πόδια, επειδή παραμέναμε στη θέση μας γονατιστοί ή ανακούρκουδα, δεν είχαμε την ευχέρεια να κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα για να σηκωθούμε όρθιοι, γιατί τα πυρά του εχθρού ήταν έτοιμα να μας χτυπήσουν. Καμιά φορά που μερικοί «άτακτοι» από τις πεντάδες σηκώνανε λίγο το κορμί για να ξεμουδιάσουν, οι πιο τολμηροί μόλις τους προσέχανε, φωνάζανε ανήσυχα: - Καθίστε κάτω!... Καθίστε ήσυχα να δούμε τι θα γίνουμε… Δε βλέπετε τον κίνδυνο που μας παραμονεύει απ’ ολούθε;… Από τις οκτώ κι έπειτα η δραστηριότητα των Γερμανών, μαζί με τους εθνοπροδότες συνεργάτες τους για την εφαρμογή του εγκληματικού έργου τους, εκδηλώθηκε έντονη. Ανάμεσα στα διάκενα αρχίσανε να εμφανίζονται σκληροί και προκλητικοί, πότε σε μικρές ομάδες, πότε μεμονωμένοι, τα όργανα του κατακτητή μαζί με τους συνεργάτες τους και κάποιους προδότες που περνοδιαβαίνανε ρίχνοντας πάνω μας το γεμάτο μοχθηρία βλέμμα τους. Κάθε τόσο, μερικοί σταματούσανε απότομα κοντά στις πεντάδες και με κλοτσιές ή σκαμπιλιές σηκώνανε έναν, δυο, τρεις, όσους άντρες θέλανε, είτε γιατί τους είχανε αναγνωρίσει από τη δράση τους σε αντιστασιακή οργάνωση, είτε για να εκδικηθούν παλιά προσωπική τους υπόθεση, κι ακόμα, είτε για τη φάτσα τους… δεν τους άρεσε ή τους προκαλούσε. Οπότε, τους οδηγούσανε προσωρινά σ΄ ένα χώρο της πλατείας, έξω από το γωνιακό καφενείο που βρίσκεται δίπλα στο φούρνο του μακαρίτη Χ. Θεοδωρίδη (από την οδό Θείρων) με προέκταση το επιπλάδικο του Βίδου. Για κείνους που έζησαν το δράμα του μπλόκου, ο εν λόγω χώρος είχε χαρακτηριστεί χώρος μελλοθανάτων, γιατί μετά τη συγκέντρωση εκεί αρκετού αριθμού πατριωτών, είτε προέρχονταν αυτοί από κείνους που είχανε συλληφθεί με υπόδειξη των προδοτών μέσα στην πλατεία της Οσίας Ξένης, είτε είχανε συλληφθεί σε διάφορα σημεία της Νίκαιας με την κατηγορία ότι αποτελούν επικίνδυνα στοιχεία, κάθε τόσο, σε μικρές ομάδες, ακολουθούσανε ένα Γερμανό που τους οδηγούσε στη μάντρα της οδού Κιλικίας για εκτέλεση. Υπάρχει μαρτυρία Νικαιώτη ότι στον τρομερό εκείνο χώρο που είχε λίγη σκιά, κάποια στιγμή ήρθε βιαστικά ένας νέος άντρας ίσαμε είκοσι πέντε χρονώ και μη γνωρίζοντας σίγουρα, προχώρησε και κάθισε γονατιστός κοντά στους μελλοθάνατους, παρά τ’ ανήσυχα βλέμματα και τα σχετικά νοήματα πολλών αντρών από τις κοντινές πεντάδες ν’ απομακρυνθεί από την επικίνδυνη εκείνη θέση. Τελικά, δεν τους αντιλήφθηκε, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί μαζί με τους επιλεγέντες για εκτέλεση στη μάντρα… Κάποια στιγμή έγινε ένας δυνατός θόρυβος κι ανάμεσα από ένα τσούρμο Γερμανούς, ταγματασφαλίτες και προδότες, πρόβαλε από τα κοντινά διάκενα τρικλίζοντας ένα λεβεντόκορμο παλικάρι, με το πουκάμισο που φορούσε σχισμένο και ματωμένο, με αίματα στο κούτελο και στα μπράτσα, με τα μαλλιά του άτακτα και σκονισμένα – σημάδια χαρακτηριστικά της απάνθρωπης δοκιμασίας που είχε υποστεί – αλλά και μ’ ένα βλέμμα σκληρό και γεμάτο περιφρόνηση για τα ανθρώπινα κατακάθια που τον συνοδεύανε. Ήταν, όπως ψιθυρίστηκε, ο Κώστας Περιβόλας, ένα από τα αγνά παλικάρια της Νίκαιας που είχε ενταχθεί στις γραμμές της εθνικής αντίστασης για το ξεσκλάβωμα της πατρίδας. Ώσπου σε λίγο, όταν όλος ο συρφετός των κτηνανθρώπων έφτασε κοντά μας, ακολουθώντας τα μετά κόπου σερνάμενα βήματα του Περιβόλα, ένας ταγματασφαλίτης, που κρατούσε στα χέρια του ένα κλαρί δέντρου με ρόζους και κάθε τόσο τον χτυπούσε παθιασμένα στα πλευρά, έσκυψε πάνω του και του είπε άγρια: - Μαρτύρα, μωρέ!... Τήρα έναν έναν όλους εδώ κατάματα και πες μας, δείξε μας, ποιος ή ποιοι ήταν στην οργάνωση μαζί σου;… Και σε μας οργισμένα: - Σηκώστε ρε τα κεφάλια σας και τηράτε τον βαθιά στα μάτια… Φυσικά εμείς, υποταγμένοι στην προσταγή του στυγνού ταγματασφαλίτη, είχαμε στρέψει λοξά το βλέμμα, στο σημείο απ’ όπου περνούσε ο Κώστας και τον κοιτάζαμε, όχι βέβαια με φόβο μην υποδείξει κανένα για συνεργάτη του στον πατριωτικό αγώνα, αλλά με βαθύ πόνο ψυχής για την τραγική κατάσταση που τον είχανε φέρει οι ελεεινοί οργανωτές του μπλόκου. Με το κεφάλι γερμένο δεξιά και πασχίζοντας ν’ αντέξει στους πόνους του, ο Κώστας Περιβόλας συνέχιζε το δρόμο του μέσα από τα διάκενα τρικλίζοντας. - Λέγε ρε καθίκι, λέγε ρε βρωμόσκυλο, με αυτές τις φριχτές και άλλες ακατανόμαστες λέξεις συνέχιζε να πιέζει τον ήρωα ο ίδιος ταγματασφαλίτης. Λέγε ποιους γνωρίζεις… Και κάθε τόσο του ‘δινε απανωτές χαστουκιές… - Σας είπα… Δεν πρόκειται ν’ απαντήσω σ’ αυτό που ρωτάτε… Μην επιμένετε… Ήταν τα μόνα λόγια που βγαίνανε σβησμένα από τα χείλη του ανάμεσα από τη βαριά του ανάσα. Τον παραλάβανε μετά εκεί δυο άλλοι ταγματασφαλίτες κι ένας Γερμανός – το ίδιο αιμοβόροι – και πέσανε πάνω του με μπουνιές και χαστούκια. Αλλά ο Περιβόλας δεν ήταν από τα παλικάρια που λυγίζουν εύκολα. Αντιστεκότανε, πάλευε σκληρά με τους βασανιστές του. Απογοητευτήκανε τότε τα θεριά και τον παραδώσανε στον αρχηγό του μπλόκου τον Ι. Μπλυτζανόπουλο. - Μίλα, μωρέ… Μίλα, γιατί θα σε σκοτώσω, φώναζε οργισμένα ο στιγματισμένος αξιωματικός. Και μαστίγωνε απανωτά το παλικάρι. Όμως ο Περιβόλας πάλι δεν αποκρινότανε. Μονάχα έσκουζε σε κάθε μαστίγωμα και μετά βογγούσε χαμηλόφωνα. Τότε ο Μπλυτζανόπουλος τον έσπρωξε απότομα, τον έριξε στο έδαφος και άρχισε να τον κλωτσά. Το παλικάρι σπάραζε από τους φριχτούς πόνους του. ώσπου, τη σκληρή εκείνη στιγμή, νιώθοντας ίσως τη μικρή ζωή του να φτάνει στο τέρμα της, άξαφνα, άρπαξε το ένα χέρι του βασανιστή και άρχισε να το δαγκώνει με αγανάχτηση, με οργή, με πείσμα, στην προσπάθεια να τον πονέσει, να τον πληγώσει, να του αφήσει σημάδια, σαν να ήθελε έτσι να τον τιμωρήσει με τις ελάχιστες δυνάμεις που του είχανε απομείνει για την κτηνώδη συμπεριφορά του. - Ωχ!... έβγαλε τότε ο Ι. Μπλυτζανόπουλος κραυγή πόνου, προσπαθώντας να τραβήξει το χέρι του από τα δόντια του Περιβόλα. Ακούσανε τον αρχηγό τους οι ταγματασφαλίτες και οι χωροφύλακες και τρέξανε σε βοήθεια. Σαν τα κοράκια χιμήξανε πάνω στο παλικάρι, έτοιμοι να τον λιντσάρουν. Και δώστου τον χτυπούσανε, τον δέρνανε άδεια. Τότε ο Ι. Μπλυτζανόπουλος τράβηξε από την τσέπη του με το άλλο χέρι το πιστόλι του και το άδειασε στα μυαλά του Κώστα Περιβόλα». Όσο προχωρούσανε οι ώρες, η τρομοκρατία στην πλατεία της Οσίας Ξένης όλο και περισσότερο δυνάμωνε. Φωνές σκληρές, πυροβολισμοί, ριπές από πολυβόλα και κλάματα πολλών γυναικών από τα ακραία σημεία της πλατείας, μαζί με παρακάλια στα όργανα του μπλόκου, να τις αφήσουν για λίγα λεπτά να πλησιάσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, για να μιλήσουν μαζί τους στα γρήγορα. Στο μεταξύ, όλη η πλατεία και οι γύρω στην πλατεία πάροδοι και λοιποί χώροι, είχανε γεμίσει από εκατοντάδες άντρες και οι Γερμανοί με τους προδότες και τους ταγματασφαλίτες, περνοδιαβαίνανε ανάμεσα από τα διάκενα, ρίχνοντας πάνω μας τη φαρμακερή ματιά τους, σαν να αναζητούσανε κάποιον, έτοιμοι να τον κατασπαράξουν, να τον συντρίψουν. Προπαντός, όταν περνούσανε από κοντά μας τρεις από τους προδότες, μας κυρίευε τρομερή αναταραχή και αγωνία. Τον ένα τον λέγανε Πατράνη και είχε δεμένο το κεφάλι του με ένα λερωμένο πανί, τον άλλο Βακαλόπουλο, με κουρεμένα τα μαλλιά, με ακάλυπτο το στήθος και με ένα ζευγάρι παπούτσια κάτω από την μασχάλη του. Γι’ αυτό ίσως περπατούσε ξυπόλητος. Όσο για τον τρίο, αυτός ήταν ψηλός, με μάσκα στο πρόσωπο. Καθώς τα ελεεινά αυτά πλάσματα προχωρούσανε, πάντα κάτω από το άγρυπνο μάτι των Γερμανών και των συνεργατών τους, κάθε τόσο, είτε απλώνοντας απότομα το χέρι τους σε έναν από τους άντρες που κάθονταν στις πεντάδες, είτε υψώνοντας άγρια τη φωνή τους, ζητούσανε να σηκωθεί αμέσως από τη θέση του, για να προχωρήσει στο χώρο των μελλοθανάτων, παρά τις παρακλήσεις και διαμαρτυρίες του άτυχου. Προπαντός ο Πατράνης και ο Βακαλόπουλος, που συχνά βαδίζανε μαζί, θαρρείς και συναγωνίζονταν ποιος από τους δυο θα υπερισχύσει στην προδοσία και την ατιμία. Και εκτελώντας την… αποστολή τους, φαίνεται διασκεδάζανε πολύ. Γελούσανε δυνατά, αστειεύονταν μεταξύ τους. Άξαφνα, το ντουέτο Πατράνης-Βακαλόπουλος σταμάτησε σε μικρή απόσταση από τη θέση μου και ο Πατράνης ρίχνοντας τη φριχτή ματιά του πάνω σε ένα νέο παλικάρι με αδύνατο κορμί και αδύνατα μπράτσα που καθότανε στην αριστερή μπροστινή μου πεντάδα, φώναξε: - Σήκω πάνω… Το νέο παλικάρι, αλλά κι ένα άλλο που καθότανε δίπλα του κι έδειχνε μεγαλύτερο, κουνηθήκανε από τη θέση τους αναστατωμένοι, έτοιμοι να αντιδράσουν. Επενέβη όμως εκείνη τη στιγμή ο Βακαλόπουλος, ο δεύτερος προδότης. - Άστονε, μωρέ Γιώργο, αυτόν, του είπε μ’ ένα σατανικό χαμόγελο. Αυτός δείχνει ψοφίμι… Σήκωσε κανέναν άλλο... - Μην ανακατεύεσαι, ρε, στη δουλειά μου, άκουσες; Αντέδρασε με θυμό ο Πατράνης. - Αυτόν θέλω να σηκώσω. - Μα εγώ… εγώ… ψέλλισε με τρεμάμενα χείλη το παλικάρι, και είχε χλωμιάσει σαν λείψανο. Μα εγώ δεν έχω κάνει τίποτα… Δεν έχω ανακατευτεί με τίποτα. - Σου είπα να σηκωθείς για να μη σου αρχίσω τις σφαλιάρες… Άκουσες; έκανε σκληρά ο προδότης. - Σίγουρα κάνεις λάθος, Γιώργο, τόλμησε να τον υπερασπιστεί ο άλλος που όπως αποδείχτηκε ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός. Ο Γιάννης δεν είχε πάρε δώσε με τίποτα. Οπότε, ο βρώμικος Πατράνης άναψε περισσότερο. - Βούλωσ’ το ρε εσύ εκεί, φώναξε με τον ίδιο σκληρό τόνο. Βούλωσ’ το, για να μην πω να σηκωθείς κι εσύ… - Μα σε τι έφταιξα; έκανε ξεψυχισμένα το αδύνατο παλικάρι, σε μια τελευταία προσπάθεια ν’ αμυνθεί. Κι άρχισε να τρέμει. Τότε ο προδότης Πατράνης όρμησε πάνω του, το άρπαξε από τα μαλλιά και με χαστουκιές το έσυρε έξω. Το παλικάρι είχε πέσει στα πόδια του προδότη κλαίγοντας, ενώ ο αδελφός του από τη θέση του εκλιπαρούσε το ανθρωπόμορφο τέρας, επικαλούμενος γνωριμία πολλών χρόνων σαν γείτονες. Μπρος στην επίμονη επίκληση του αδελφού, ο Πατράνης έγινε θεριό. - Σου απαντώ για τελευταία φορά, βρυχήθηκε. Βούλωσ’ το… Γιατί αν ξαναμιλήσεις, θα σηκώσω και σένα, οπότε δε σε σώζει τίποτα… Μετά την τρομερή αυτή απειλή, όλοι εμείς που καθόμαστε κοντά του, παγώσαμε. Και δώσ’ του να τον παροτρύνουμε ψιθυριστά να μην ξαναμιλήσει, να τον θερμοπαρακαλούμε… Όσο για το αδύνατο παλικάρι, το μικρότερο αδελφό, αυτό από κείνη τη στιγμή ήταν καταδικασμένο. Το άρπαξε ένας Γερμανός κι ένας τσολιαντυμένος και τραβήξανε μαζί στο χώρο τω μελλοθανάτων για τα περαιτέρω… Ανάμεσα στα προδομένα ηρωικά παλικάρια της εθνικής αντίστασης που σύρθηκαν στην τρομερή μάντρα της οδού Κιλικίας για εκτέλεση, προβάλλει στη μνήμη μου –παρόλο που κύλησαν από τότε 46 ολόκληρα χρόνια- σαν η πιο τραγική ηρωική μορφή, ο Απόστολος Χατζηβασιλείου. Χωρίς υπερβολή η εμφάνιση του Χατζηβασιλείου εκείνο το πρωί στην πλατεία της Οσίας Ξένης ήταν κάτι σαν αναπαράσταση των παθών του Χριστού. Κι αν ο Χατζηβασιλείου δε φορούσε το ακάνθινο στεφάνι, κι αν δεν έσερνε το σταυρό του μαρτυρίου του προχωρώντας από τα διάκενα στο Γολγοθά του –στη μάντρα-, ωστόσο, το σακατεμένο από τα άγρια χτυπήματα κορμί του, το τρυπημένο ένα του μάτι με χυμένο το ασπράδι του στο μάγουλό του, το πληγιασμένο θαρρείς από πολλές χαρακιές ξυραφιού πρόσωπό του, κι ακόμα, η σκληρή διαπόμπευσή του με τα ηχηρά χάχανα, τους χλευασμούς και τις αισχρές χειρονομίες πάνω του, που μονάχα με τα μαρτύρια του θεανθρώπου μπορούν να συγκριθούν. Προχωρούσε από τα διάκενα, με βήματα αργά και άτονα, τρικλίζοντας. Ένα μαντίλι κατακόκκινο από αίματα κρατούσε στο χέρι του, που του χρησίμευε για να σκουπίζει κάθε τόσο τα πληγιασμένα του μάγουλα που ξερνούσανε αίμα. Τον συνόδευε ένας Γερμανός και δυο τσολιαδοντυμένοι συνεργάτες του και κάθε τόσο τον χτυπούσαν στα διάφορα σημεία του κορμιού του, ο Γερμανός με τον υποκόπανο του όπλου του και οι ταγματασφαλίτες, ο ένας με μια ξύλινη βέργα κι ο άλλος με κλοτσιές και με μπουνιές. - Έλα, κυρ λοχαγέ… Μη μας παιδεύεις άλλο… Πάρε την απόφαση και δείξε μας, ποιοι από τους άντρες σου –συγγνώμη! Από τους στρατιώτες σου ήθελα να πω-, κάθονται τώρα γύρω μας και σε βλέπουν;… Τούτα κι άλλα παρόμοια λόγια του έλεγε ο ένας από τους δυο ταγματασφαλίτες, συμπληρώνοντας, «γιατί… γιατί αλλιώτικα θα βρεθούμε στη δυσάρεστη θέση να σε οδηγήσουμε στο μπαμ… μπαμ…». Κι ο άλλος ταγματασφαλίτης, ξεκαρδισμένος στα γέλια για το «νόστιμο» αστείο του συναδέλφου του, στην προσπάθεια φαίνεται να δώσει πιο «εύθυμο» τόνο στη σκηνή, χραπ, κάθε τόσο έδινε και μια δυνατή σφαλιάρα στο σβέρκο του εθνομάρτυρα. Ο Απόστολος Χατζηβασιλείου, κλονιζότανε για μια στιγμή, λυγίζανε τα γόνατά του, έδειχνε έτοιμος να σωριαστεί στο έδαφος, όμως τελικά συγκρατιότανε, ισορροπούσε. Και ανασαίνοντας βαθιά, καθώς μας κοιτούσε με σβησμένο το βλέμμα του, ψέλλιζε: - Πατριώτες!... κοιτάξτε με άφοβα στα μάτια!... Δεν πρόκειται να γίνω προδότης. Τον είχε σηκώσει ανάμεσα από την ανθρωποθάλασσα της πλατείας ο προδότης Πατράνης, με αλαλαγμούς σατανικού θριάμβου. - Ω!... Ω!... να κι ο κυρ λοχαγός… Κυρ λοχαγέ, πρόσθεσε κοροϊδευτικά, λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω ότι σας συλλαμβάνω… Και το σιχαμερό σκουλήκι της φυλής μας ρίχτηκε πάνω στον αξέχαστο Αποστόλη με παθιασμένο μίσος. Όπως στην περίπτωση του Περιβόλα, κι εδώ εφαρμόστηκε η ίδια τακτική. Προσπάθεια να καταφέρουν το παλικάρι με χίλια δυο βασανιστήρια να μαρτυρήσει, δηλαδή να προδώσει φίλους και συνεργάτες του στον απελευθερωτικό αγώνα, όσους θ’ αναγνώριζε ανάμεσα στο πλήθος. Αλλά ο Αποστόλης στάθηκε υπέροχος, πραγματικός ήρωας. Δε λύγισε και δε μίλησε, δε μαρτύρησε. Όπως είχε περιφρονήσει τους ελεεινούς υπανθρώπους που τον περιτριγυρίζανε, είχε περιφρονήσει θαρρείς και τους τρομερούς πόνους του κορμιού του. Ή, κι αν δεν μπορούσε να τους περιφρονήσει ολότελα, όμως, τους κρατούσε καρτερικά στα δόντια. Ώσπου αργότερα ο Αποστόλης Χατζηβασιλείου, αφού με την επίμονη άρνησή του να προδώσει σκόρπισε την απογοήτευση στους βασανιστές του, οδηγήθηκε μισοπεθαμένος στη μάντρα για εκτέλεση. ΒΙΝΤΕΟ ΤΟ ΜΠΛΟΚΟ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ: ΜΑΡΤΥΡΙΑ-ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ:ΤΑΓΜΑΤΑΣΦΑΛΙΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΠΛΟΚΟ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ: ΤΟ ΜΠΛΟΚΟ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ-ΑΦΗΓΗΣΗ:ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ/ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ: ΑΛΕΞΗΣ ΜΙΧΕΛΟΥΔΑΚΗΣ-ΕΛΕΝΗ ΤΣΑΓΚΑΡΑΚΗ: ΤΟ ΜΠΛΟΚΟ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ 2-ΑΦΗΓΗΣΗ:ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ/ΕΡΜΗΝΕΙΑ:ΑΛΕΞΗΣ ΜΙΧΕΛΟΥΔΑΚΗΣ: ΤΟ ΜΠΛΟΚΟ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ 3-ΑΥΓΟΥΣΤΕ/ΕΡΜΗΝΕΙΑ:ΕΛΕΝΗ ΤΣΑΓΚΑΡΑΚΗ: ΤΟ ΜΠΛΟΚΟ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ 4-ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΘΑ'ΡΘΕΙ ΝΑ ΣE ΒΡΕΙ/ΕΡΜΗΝΕΙΑ:ΑΛΕΞΗΣ ΜΙΧΕΛΟΥΔΑΚΗΣ: Αποστόλης Χατζηβασιλείου, ΠΑΡΩΝ! Παναγιώτης Ασμάνης , ΠΑΡΩΝ! Διαμάντω Κουμπάκη, ΠΑΡΟΥΣΑ ! Καζακίδης Στέλιος, ΠΑΡΩΝ! Κων/νος Περιβόλας, ΠΑΡΩΝ! Αθηνά Μαύρου, ΠΑΡΟΥΣΑ!..... .................................... ΠΑΡΩΝ ! ΠΑΡΩΝ ! ΠΑΡΟΥΣΑ !.........176 οι εκτελεσμένοι. ΟΛΟΙ ΠΑΡΟΝΤΕΣ! ΑΘΑΝΑΤΟΙ!!!ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΟΥΣ ΕΚΤΕΛΕΣΜΕΝΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΜΠΛΟΚΟΥ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ!!!!! ΥΣΤ:Δεν εχουμε δημοσιευσει εικονες γιατι γραφουμε απο ξενο υπολογιστη,οποτε δε μπορουμε να αποθηκευσουμε αρχεια εδω. Απο Σεπτεμβριο θα ειμαστε κοντα σας,σε καθημερινη βαση. Αντιστασιακο δελτιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου